βουλή

βουλή
βουλή, , [dialect] Dor. [full] βωλά Decr.Byz. ap. D.18.90, [dialect] Aeol. [full] βόλλα Schwyzer 623.1 (ii B. C.), Plu.2.288b: acc. pl.
A

βουλᾰς Hes.Th.534

: ([etym.] βούλομαι):— will, determination, esp. of the gods, Il.1.5, etc.
2 counsel, design,

βουλὰς βουλεύουσι Il.24.652

, etc.: generally, counsel, advice, opp. μάχεσθαι, Il.1.258, cf. 2.202, etc.;

κακὴ β. Hes.Op.266

;

πρᾶτος . . καὶ βουλᾷ καὶ χερσὶν ἐς Ἄρεα IG9(1).658

([place name] Ithaca);

νυκτὶ βουλὴν διδόναι Hdt.7.12

(but

ἐν νυκτὶ β. διδοὺς ἐμαυτῷ Men.Epit.35

);

ἐν β. ἔχειν τὰ γενόμενα Hdt.3.78

; β. ποιεῖσθαι, = βουλεύεσθαι, Id.6.101, etc.;

β. διδόναι X. Cyr.7.2.26

;

β. προτιθέναι περί τινος D.18.192

;

β. ἄγειν Polyaen.7.39

; ἐν βουλῇ γενέσθαι πότερον . . D.H.2.44; τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ β. they have no common ground of argument, Pl.Cri.49d;

βουλῆς ὀρθότης ἡ εὐβουλία Arist.EN1142b16

: in pl., counsels, A.Pr.221, Th. 842 (lyr.); ἐν βουλαῖς ἄριστος, ἐν βουλαῖσι κράτιστος, Epigr.Gr.854, IG3.716.
3 deliberation, Arist.EN1112a19, D.9.46.
4 decree,

β. εἰσηγεῖσθαι And.1.61

;

β. ἄκυρον θεῖναι Id.2.28

.
II Council of elders, Senate,

βουλ ὴν ἷζε γερόντων Il.2.53

, cf. Od.3.127, A.Ag.884; esp. at Athens, Council or Senate of 500 created by Cleisthenes, Hdt.9.5, Ar.V.590, Antipho 6.40, etc.; commonly called ἡ β. (or

ἡ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.3.20

, to distinguish it from ἡ β. ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ibid.; also

β. ἀπὸ κυάμου Th.8.66

); in other states, as at Argos, Hdt.7.149; at Thebes, X.HG5.2.29; of the Roman Senate, D.H.6.69, etc.; of local senates, POxy.58.14 (iii A. D.), etc.; βουλῆς εἶναι to be of the Council, a member of it, Th.3.70 (whence Sch. and Suid. made a Subst. [full] βουλῆς, )

; ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ῥωμαίων Paus.5.20.8

;

ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς Id.7.11.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βουλή — will fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να …   Dictionary of Greek

  • βουλή — η 1. θέληση, πρόθεση: Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τις πραγματικές βουλές του άλλου. 2. το σώμα των αιρετών αντιπροσώπων του λαού, το κοινοβούλιο: Η βουλή ψηφίζει τους νόμους του κράτους. 3. το κτίριο, όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουλῇ — βουλῆι , βουλεύς masc dat sg (epic ionic) βουλή will fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουλῆ — Βουλεύς masc nom/voc/acc dual Βουλεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλῆ — βουλεύς masc nom/voc/acc dual βουλεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουλῇ — Βουλῆι , Βουλεύς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βούλῃ — Βούληι , Βούλις fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλῃ — βούλομαι will pres subj mp 2nd sg βούλομαι will pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. — ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. См. Не рой другому ямы, сам попадешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐν νυκτὶ βουλὴ. — ἐν νυκτὶ βουλὴ. См. Утро вечера мудренее …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”